- ἤνεγκον
- φέρωferoaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
enek̂-, nek̂-, enk̂-, n̥k̂- (*henek-) — enek̂ , nek̂ , enk̂ , n̥k̂ (*henek ) English meaning: to reach; to obtain Deutsche Übersetzung: “reichen, erreichen, erlangen” and (nur Gk. Bal. Slav.) “tragen” Material: O.Ind. asnōti, Av. ašnaoiti (*n̥k̂ neu ) “ if something is… … Proto-Indo-European etymological dictionary
несу — нести, укр. нести, др. русск., ст. слав. нести, несѫ φέρειν, ἐκκομίζειν, болг. неса, сербохорв. нѐсе̑м, нѐсти, словен. nesti, nesem, чеш. nesti, nesu, слвц. niеst᾽, nesiem, польск. niesc, niosę, в. луж. nesc, н. луж. nasc. Родственно лит.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Pontic Greek — language name=Pontic Greek nativename=Ποντιακά, Ρωμαίικα familycolor=Indo European states=Greece, Russia, Ukraine, Georgia, Kazakhstan, Turkey, Germany, The Netherlands region=Southeastern Europe speakers=324,535 fam2=Greek fam3=Koine… … Wikipedia
Grec Pontique — Ποντιακά, Ρωμαίικα Parlée en Grèce, Russie, Ukraine, Géorgie, Kazakhstan, Turquie, Allemagne Région Sud est de l’Europe Nombre de locuteurs 324 535 Typologie SVO … Wikipédia en Français
Grec pontique — Cet article concerne la langue grecque pontique. Pour le peuple grec pontique, voir Pontiques. Grec pontique Ποντιακά, Ρωμαίικα Parlée en Grèce, Russie, Ukraine, Géorgie, Kazakhstan, Turquie … Wikipédia en Français
βεληνεκές — το η απόσταση, σε ευθεία γραμμή, από το σημείο βολής ως το σημείο πτώσης του βλήματος πυροβόλου όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επίθ. βεληνεκής < βέλος + ηνεκής < (θ.) ενεκ του αόρ. β ήνεγκον του ρ. φέρω (πρβλ. αρχ. διηνεκής,… … Dictionary of Greek
επενεκτέος — ἐπενεκτέος, α, ον (AM) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να προσθέσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο σε τέος τού ρ. επιφέρω από το θέμα ενεγκ τού αορίστου: ήνεγκον, ενεγκείν*] … Dictionary of Greek
ετερόκλιτος — η, ο (ΑΜ ἑτερόκλιτος, ον) (για ονόματα ή ρήματα) αυτός που κλίνεται ανώμαλα («Ζευς, Διός», «πυρ, πυρά», «φέρω, οίσω, ήνεγκον») νεοελλ. ο ετεροκλινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κλιτός (< κλίνω) πρβλ. ά κλιτος] … Dictionary of Greek
κατένεξις — κατένεξις, έξεως, ἡ (AM, Μ και κατένεγξις) 1. καταφορά, φορά προς τα κάτω, πτώση 2. (για οίκημα) γκρέμισμα, ερείπωση μσν. 1. επίθεση 2. νεροποντή, ραγδαία βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ ήνεγκον, αόρ. β τού κατα φέρω] … Dictionary of Greek
μετένεξις — μετένεξις, ἡ (ΑΜ) μετάθεση, μεταφορά σε άλλο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ ήνεγκον, αόρ. β τού μεταφέρω] … Dictionary of Greek